Η θεραπεία αναδεικνύεται σαν μια πράξη βαθιάς κοινωνικής επιλογής, σαν μία αργή και σταθερή επανάσταση που υπερβαίνει τα όρια της τεχνικής και απλώνεται σε κάθε μορφή σχέσης και κάθε καθημερινή στιγμή που το ανθρώπινο σώμα και η ανθρώπινη φωνή αναζητούν χώρο, σημασία και αναγνώριση. Μέσα σε αυτό το ρεύμα της αβεβαιότητας η θεραπευτική στάση σχηματίζεται ως ζωντανή πράξη φροντίδας που ενθαρρύνει το ανολοκλήρωτο, το ρευστό, το ανεξέλεγκτο, προσφέροντας μια μορφή παρουσίας που στηρίζει και αναγνωρίζει την ακαθοριστία ως θεμέλιο του ανθρώπινου βίου.
Κάθε φορά που μπαίνω σε ένα δωμάτιο και κάθομαι απέναντι σε ένα πρόσωπο που κρατά λέξεις βαθιά σφηνωμένες στην αναπνοή του, γνωρίζω πως δεν φέρω μέθοδο, δεν φέρω μηχανισμό, δεν φέρω τίποτα που επιδιώκει να εξηγήσει, να κατηγοριοποιήσει ή να επιλύσει. Φέρω την αφοσίωση στη διάρκεια της προσοχής, στην παραμονή μέσα στον χρόνο της αφήγησης, στο ρίγος της συνάντησης που δεν υπηρετεί καμία προσαρμογή, καμία εσωτερικευμένη εντολή για απόδοση ή για επιστροφή στην παραγωγική κανονικότητα.
Ο σύγχρονος θεραπευτής εργάζεται μέσα σε ένα σύστημα που απαιτεί συμμόρφωση, που οργανώνει τη δυσφορία σε άξονες, που μετρά τον ανθρώπινο πόνο με δείκτες και πίνακες, που μεταφράζει τη θλίψη σε διαταραχή και τη σιωπή σε πρόβλημα που χρήζει παρέμβασης. Μέσα σε αυτό το στενό πλαίσιο, εκείνος που επιλέγει τη θεραπεία ως πολιτική στάση επιμένει να διατηρεί την ερώτηση ενεργή, να καλλιεργεί έναν ρυθμό αργό, να μην αναπαράγει την ταχύτητα που επιβάλλεται από τον νεοφιλελεύθερο χρόνο, αλλά να επινοεί έναν άλλον χρόνο, εκείνον της σχέσης, της εμπιστοσύνης και της προσεκτικής φιλοξενίας του απροσδιόριστου.
Η ασέβεια του Gianfranco Cecchin, μέσα σε αυτό το πλαίσιο, λειτουργεί σαν μια διαρκή πράξη επινόησης του θεραπευτή ως πολιτικού υποκειμένου, μέσα από τον τρόπο με τον οποίο υπάρχει, εκεί που συγκρατείται η βιασύνη, που μετασχηματίζεται η ερμηνεία σε αμοιβαία κατασκευή, που προσφέρεται η φροντίδα ως ανταρσία στην απαίτηση για κανονικότητα, για αποδοτικότητα, για ψυχολογική ευλυγισία.
Οι άνθρωποι επιθυμούν να θεραπεύονται γρήγορα, να επιστρέφουν στην απόδοση και να αποσιωπούν τον πόνο του στο όνομα της ανάπτυξης, της σταθερότητας και της προόδου. Όμως εγώ επιλέγω να κρατώ τη φωνή ανοιχτή σε όσα δεν έχουν ακόμη ειπωθεί, να προσφέρω την παρουσία μου ως τόπο φιλοξενίας του απρόβλεπτου, του περιθωριακού, του μη αποδεκτού, διότι εκεί γεννιέται η μετατόπιση, εκεί σχηματίζεται η πράξη της φροντίδας ως ριζική άρνηση της τάξης που ορίζει ποιος ανήκει και ποιος αποκλείεται.
Η θεραπεία δημιουργεί έναν άλλο κόσμο, μία μικρή εστία αντίστασης μέσα στην καθημερινότητα, μία πράξη επιμονής στην πολυπλοκότητα, στην επιβράδυνση, στην αναγνώριση του τραύματος ως πολιτικού γεγονότος που ζητά χώρο να ακουστεί, να επανασυνδεθεί, να επαναφηγηθεί.
Έτσι καταλαβαίνω τη θεραπευτική πράξη, ως έναν δρόμο που στρώνεται από λέξεις ατελείς, από βλέμματα που μαθαίνουν να παραμένουν, από στιγμές που σπάνε τον μηχανισμό της εξήγησης και σχηματίζουν σιγά σιγά έναν χώρο συλλογικής συνύπαρξης, έναν χώρο που διαρρηγνύει το σημερινό κόσμο, ένα δωμάτιο που μεταμορφώνεται σε εστία ζωής, σε εργαστήριο επινόησης, σε δέσμευση προς εκείνο που ακόμη δεν έχει γεννηθεί.
06 Αυγούστου 2025
Υπάρχουν στιγμές που η επιθυμία για τροφή έρχεται σαν μήνυμα που έχει ξεκινήσει αλλού και φτάνει σε μένα χωρίς εξήγηση, σαν κάτι μέσα μου να ζητά στήριγμα, προτού καν το καταλάβω. Τότε απλώνω το χέρι και αγγίζω κάτι απλό — λίγο ψωμί, μια κουταλιά ρύζι, ένα κομμάτι φρούτο — και μέσα από αυτή την κίνηση νιώθω ότι επιστρέφω σε μια συνέχεια που είχε σπάσει.
Οι ερευνητές τώρα μιλούν για μια νέα αίσθηση, μια διαδρομή ανάμεσα στο έντερο και τον εγκέφαλο που λειτουργεί με σήματα και όχι με σκέψεις. Το μικροβίωμα μέσα στο σώμα μου στέλνει πληροφορίες απευθείας στον εγκέφαλο, κι εκείνος φτιάχνει εικόνες, λέξεις και προτροπές. Όλα όσα νόμιζα πως ξεκινούν από τη δική μου βούληση, έχουν ήδη αρχίσει πιο πριν, μέσα από ένα άλλο σύστημα που αλληλεπιδρά, θυμάται και προσπαθεί να με κρατήσει σε ισορροπία.
Σε στιγμές έντασης, όταν ο άλλος μοιάζει πιο μακριά ή όταν η σχέση χάνει τον ρυθμό της, το σώμα μου βρίσκει άλλον τρόπο να μου θυμίσει τη σύνδεση. Η τροφή λειτουργεί σαν τρίτος πόλος, δίνοντας μορφή στην ένταση, κρατώντας τον δεσμό ενεργό και προσφέροντας ένα σταθερό πλαίσιο εκεί όπου όλα δείχνουν να καταρρέουν. Μέσα από την πράξη της κατανάλωσης, η ανάγκη αποκτά κατεύθυνση και ο κόσμος, όσο κι αν αλλάζει, διατηρεί ένα σημείο αναφοράς.
Κάθε φορά που επιθυμώ φαγητό χωρίς να πεινάω, αναρωτιέμαι τι θέλω να κρατήσω, τι φοβάμαι να χάσω και τι προσπαθεί να μείνει όρθιο μέσα μου. Μέσα από την τροφή αντέχω το κενό, μα το ερώτημα παραμένει: πόσο μπορεί να στηρίζει κάτι που ζητήθηκε αλλού;"
01 Αυγούστου 2025
Υπάρχει μια στιγμή όπου η ερώτηση αλλάζει τροχιά, σαν να κουράστηκε να ζητά ορισμούς και να στρέφεται πια προς τον ίδιο τον εαυτό της, αναρωτώμενη πια, για το πώς διαμορφώνεται το περιεχόμενο από τη γωνία της εκφοράς. Εκεί που κάποτε ρωτούσα «τι είναι αυτό που βλέπω;» αρχίζω να αναρωτιέμαι «από πού το βλέπω;» και αυτή η υπόγεια φωνή με μετατοπίζει.
Η παλιά μου ερώτηση έμοιαζε με επιθυμία για στέρεο έδαφος, σαν να αναζητούσα ένα σημείο βέβαιο, ανεξάρτητο, καθαρό από τις περιστάσεις και τις σκιές. Όταν έλεγα "τι είναι το Σύμπαν;" μέσα μου υπήρχε εκείνη η άρρητη προσδοκία πως υπάρχει κάτι αληθινό, έξω από μένα, που μπορώ να το κατονομάσω δίχως να το θίξω. Ήθελα να παρατηρώ όπως ο Θεός των παλιών κειμένων: έξω από το σώμα, έξω από το χρόνο, έξω από την αναπνοή.
Όμως κάτι αλλάζει όταν αρχίζω να ακούω την ίδια μου τη φωνή. Η ματιά μου αγκαλιάζει το αντικείμενο και ταυτόχρονα γυρνά στον τόπο που το γεννά, σ’ εκείνη τη γωνία από την οποία ξεπροβάλλει. Γίνεται φανερό πως κάθε παρατήρηση είναι και ένα ίχνος της τροχιάς μου, κάθε ερώτηση φέρει εντός της το χνάρι του βλέμματος που τη γέννησε. Δεν υπάρχει ερώτηση έξω από πλαίσιο, ούτε αλήθεια που να μην αναδύεται μέσα από το δίκτυο των σχέσεων που με περιέχουν.
Καθώς βαδίζω βαθύτερα, καταλαβαίνω πως αυτή η αλλαγή δεν είναι θεωρητική. Είναι μία εσωτερική στροφή, σαν να γύρισα το πρόσωπο προς ένα καθρέφτη και είδα πίσω από τα μάτια μου. Το "από πού το βλέπω;" είναι η είσοδος σε έναν πιο σύνθετο κόσμο, όπου η παρατήρηση είναι πάντα συμμετοχή, και ο νους πλάθει εκείνο που αναγνωρίζει.
Στην ψυχή, αυτό γίνεται ακόμη πιο έντονο. Όταν θεωρώ την πραγματικότητα ως κάτι δεδομένο, παύω να βλέπω τον χάρτη των σχέσεων που με διαμόρφωσε. Όμως κάθε βεβαιότητα, κάθε αντίληψη, κουβαλά τις φωνές που με δίδαξαν πώς να διαβάζω τον κόσμο. Η οικογένεια, οι ρόλοι, οι προσδοκίες, οι φόβοι — όλα αυτά συνθέτουν τη θέση από την οποία κοιτώ. Κι αν αλλάξει η θέση, αλλάζει και το τοπίο.
Ακόμη και στην επιστήμη, αυτή η στροφή αφήνει ίχνη. Όταν κοιτώ το Σύμπαν, το βλέπω από τη μικρή μου γωνιά, από έναν τόπο με πυκνότητα, βαρύτητα και ιστορία. Οι μετρήσεις μου φέρουν τη σφραγίδα της θέσης μου και ο χάρτης των άστρων είναι ένας καθρέφτης της Γης.
Η στάση αυτή προσεγγίζει την αλήθεια, την ακουμπά με ταπεινότητα και τη φέρνει πιο κοντά — ως μία ταπεινή αναγνώριση πως εκείνη αναδύεται μέσα από τη σχέση. Η αλήθεια δενόταν άλλοτε με τα γεγονότα, μα τώρα ανασαίνει στον τρόπο με τον οποίο εκείνα επιλέγουν να ξεδιπλωθούν μέσα από τη ματιά μου. Κι ίσως, τελικά, αυτό που ονομάζουμε αλήθεια να μην είναι τίποτε άλλο παρά η γαλήνη που έρχεται όταν η θέση μου ευθυγραμμίζεται με την επιθυμία μου να δω.
Κάθε παρατήρηση, κάθε ερώτηση, κάθε αφήγηση, είναι και μια εξομολόγηση. Μια λεπτή δήλωση θέσης, όπου μέσα σ’ αυτό το «από πού», ξεδιπλώνεται το πραγματικό νόημα του «τι».
25 Ιουλίου 2025
Οι μυκορριζικοί μύκητες σχηματίζουν ένα αθέατο δίκτυο που απλώνεται σε όλη τη γη, μια υπόγεια φλέβα ζωής που στηρίζει τα οικοσυστήματα με αφοσίωση μεγαλύτερη από κάθε φανερό δεσμό της γης. Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη (Nature, Ιούλιος 2025), αποθηκεύουν περίπου δεκατρία δισεκατομμύρια τόνους διοξειδίου του άνθρακα κάθε χρόνο, συγκρατώντας στο χώμα ένα τρίτο των εκπομπών μας από ορυκτά καύσιμα, ενώ σε ορισμένα δάση –όπως τα σκανδιναβικά– έως και το εβδομήντα τοις εκατό του άνθρακα προέρχεται από τα μυκηλιακά τους δίκτυα. Τα πλουσιότερα σημεία αυτού του υπόγειου βασιλείου απλώνονται έξω από τις συνηθισμένες προστατευτικές ζώνες, σαν κρυμμένοι θησαυροί που περιμένουν να αναγνωριστούν.
Μοιάζουν με τους ανθρώπους που προτιμούν την αφάνεια, την ησυχία και την απομόνωση, και η ύπαρξή τους γεμίζει τον κόσμο με μια αίσθηση βεβαιότητας που απλώνεται σαν αργός παλμός μέσα στις μέρες. Στέκονται στη ζωή όπως το χώμα στέκει κάτω από τα δέντρα, με σταθερότητα που στηρίζει τα πάντα γύρω τους και με ρυθμό που ακολουθεί την εσωτερική τους πληρότητα. Η παρουσία τους λειτουργεί σαν αόρατη φλέβα που ενώνει τις σκόρπιες στιγμές και κρατά τον χώρο δεμένο σε μια ήρεμη συνοχή. Όσοι τους πλησιάζουν αισθάνονται μια ανεξήγητη γαλήνη, σαν να βαθαίνει ο αέρας και να απλώνεται μια πιο αργή, σίγουρη ανάσα. Στέκονται αθόρυβοι και πλήρεις, όπως οι υπόγειες φλέβες που τρέφουν το έδαφος, και η παρουσία τους αλλάζει τον τρόπο που ανασαίνει ο κόσμος. Μέσα σε αυτή την αθέατη ύπαρξη βρίσκεται η πιο καθαρή μορφή αντοχής.
23 Ιουλίου 2025
Κάτω από το χώμα, εκεί όπου τα μάτια δεν φτάνουν, τα δέντρα μιλούν μεταξύ τους με ένα δίκτυο μυκήτων, ανταλλάσσοντας τροφή, προειδοποιήσεις και φροντίδα. Τα παλιά δέντρα τρέφουν τα νεαρά και τα αδύναμα, σαν μια αόρατη πράσινη οικογένεια που δεν ξεχνά κανέναν από τους δικούς της.
Το τεράστιο υπόγειο mycorrhizal network συνδέει τις ρίζες διαφορετικών δέντρων σχεδόν όπως το νευρικό σύστημα ενός οργανισμού. Οι μύκητες ανταλλάσσουν με τα δέντρα σάκχαρα – προϊόντα της φωτοσύνθεσης – με αντάλλαγμα θρεπτικά στοιχεία από το έδαφος, όμως ο ρόλος τους ξεπερνά αυτή την «οικονομία». Λειτουργούν σαν μεταφορείς πληροφορίας και πόρων μέσα στο δάσος.
Όταν ένα δέντρο αδυνατεί να φωτοσυνθέσει, είτε λόγω σκιάς είτε λόγω ασθένειας, το δίκτυο μεταφέρει σάκχαρα από τα πιο υγιή δέντρα προς αυτό. Τα λεγόμενα μητρικά δέντρα –τα παλαιότερα και μεγαλύτερα– παίζουν τον πιο σημαντικό ρόλο: τροφοδοτούν νεαρά δενδρύλλια και, λίγο πριν πεθάνουν, στέλνουν μαζικά αποθέματα στους γείτονές τους∙ μια τελευταία, σχεδόν αλτρουιστική χειρονομία.
(Μελέτη: Simard et al., Nature)