Καθώς παρατηρούσα τη ζωή μου να ξετυλίγεται σαν μια αργή, ιδιότροπη γραμμή πάνω σε κιτρινισμένο χαρτί, αντιλήφθηκα πως τίποτα από όσα απέκτησα, σκέφτηκα ή αγάπησα, δεν γεννήθηκε από ηρεμία.
Οι μορφές που με συνέθεσαν —οι ρόλοι, οι σχέσεις, οι ιδέες που δέχτηκα ως δικές μου— δεν ήταν καρπός κάποιας θείας ευθυγράμμισης, αλλά αποτέλεσμα διαρκούς τριβής: ενός εσωτερικού σπαραγμού ανάμεσα σε αυτό που με καλούσε να ανήκω και εκείνο που επέμενε να διαχωριστώ.
Ένιωθα πάντα μια βαρύτητα, μια δύναμη που ζητούσε τάξη, πρόσωπα γύρω μου, ιστορίες με κοινό νόημα, μια σταθερή ερμηνεία του χτες. Και ταυτόχρονα, κάτι πιο ψυχρό, πιο ακατανόητο, απλωνόταν μέσα μου — ένα ρεύμα που ζητούσε απόσταση, αφαίρεση, αποδόμηση. Δεν ήθελε να φτιάξει τίποτα. Ήθελε απλώς να διαλύσει ό,τι είχε προηγηθεί, σαν να του φαινόταν προσβλητικό να μένουν τα πράγματα ενωμένα.
Μέσα μου, αυτά τα δύο συνυπήρχαν. Ό,τι έφτιαχνα με το ένα, το υπέσκαπτα με το άλλο. Οι σχέσεις μου ήταν τόποι όπου ζητούσα καταφύγιο και ταυτόχρονα επεξεργαζόμουν την απόδρασή μου. Οι σκέψεις μου ήθελαν να δημιουργήσουν τάξη και αμέσως μετά να γελοιοποιήσουν την ανάγκη για νόημα. Και, όσο περισσότερο αντιστεκόμουν, τόσο περισσότερο έμοιαζα με το ίδιο το σύμπαν: ένα πεδίο που διαστέλλεται και συνάμα δομείται, σαν να κουβαλούσε μέσα του ένα μυστικό, ότι κάθε μορφή δεν είναι παρά στιγμιαία συμφωνία δύο δυνάμεων που δεν εμπιστεύονται η μία την άλλη.
Έμαθα, τελικά, πως η ζωή δεν προσφέρει ρίζες. Προσφέρει χρόνο. Και μέσα σε αυτόν τον χρόνο, εγώ δεν στάθηκα ποτέ· μόνο διαπραγματευόμουν.
Μερικές φορές πετυχαίνοντας μορφή. Άλλες φορές, απλώς καθυστερώντας την αποσύνθεση.