Στην καρδιά της καταιγίδας, λίγο πριν ο κεραυνός σχίσει τον ουρανό, νιώθω το χώμα να κρατά την ανάσα του. Ο ηλεκτρισμός διαπερνά τον αέρα γύρω μου, και η λάμψη διαλύει για μια στιγμή το σκοτάδι που με περιβάλλει. Έπειτα, η γη δονείται απαλά, σαν να φτάνει στα έγκατά της ένα μήνυμα που αργεί να ολοκληρωθεί.
Σκέφτομαι πως οι δονήσεις αυτές δεν ταξιδεύουν μακριά. Σταματούν και παγιδεύονται σε εκείνον τον στενό διάδρομο, εκατό χιλιόμετρα πάνω από την επιφάνεια, εκεί όπου ο αέρας αρχίζει να αραιώνει. Εκεί τα κύματα στροβιλίζονται, συγκρούονται, αλληλοπλέκονται, και δημιουργούν έναν αρχαίο ρυθμό συντονισμού, έναν παλμό.
Κάπου είχα διαβάσει πως ο Schumann τον μέτρησε πρώτος. Επτά κόμμα ογδόντα τρεις κύκλοι ανά δευτερόλεπτο. Δεν αντήχησε στα αυτιά μου σαν ήχος· κινήθηκε σιωπηλά μέσα στο σώμα του πλανήτη και, μαζί, μέσα στο δικό μου σώμα. Στα κύτταρα, στα νεύρα, στα βλέφαρα που βαραίνουν όταν η σκέψη πυκνώνει, στο στόμα που σφίγγεται όταν η ιστορία δεν βρίσκει λέξεις.
Συλλογίζομαι πως κάθε ιστορία κουβαλά τον δικό της παλμό. Οι αφηγήσεις των οικογενειών παίρνουν μορφή σε ρυθμούς. Τα μυστικά βαραίνουν τις γενιές, όπως εγκλωβίζονται τα κύματα ανάμεσα στον ουρανό και τη γη. Παραμένουν εκεί, σιωπηλά, σαν ίχνη του παρελθόντος που διαρκούν.
Όταν βρίσκομαι στη θεραπεία, ακολουθώ αυτή τη δόνηση. Παρατηρώ την παύση κατά τη διάρκεια μιας αφήγησης, το βλέμμα που αποσύρεται, τα δάχτυλα που σφίγγονται ανεπαίσθητα πριν γείρουν στα γόνατα, τα γόνατα που μερικές φορές τρέμουν ελάχιστα. Ακούω τη χροιά της φωνής, βλέπω τον χορό της άρρητης επικοινωνίας. Εκεί κατοικούν τα άφατα της οικογένειας.
Βαδίζω μέσα σε αυτό τον ρυθμό, όπως ο διαβάτης που πλησιάζει το ποτάμι χωρίς να διαταράξει το νερό. Αφήνω το σώμα μου να ενταχθεί στη ροή του. Κάποιες φορές επιβραδύνω, χαμηλώνω τη φωνή μου, μαζεύω το βλέμμα μου, καλώντας το σύστημα να ακολουθήσει έναν διαφορετικό βηματισμό.
Δεν έρχομαι σε αντιπαράθεση με την ιστορία.
Αγγίζω την ταλάντωσή της, προσφέροντας έναν νέο κραδασμό.
Όπως η γη διατηρεί τον υπόγειο ρυθμό της, ισχυρή μέσα στις θύελλες, έτοιμη να αντέξει κάθε μεταμόρφωση, έτσι και η θεραπεία σχηματίζει τον δικό της θόλο.
Εκεί, το σώμα, το βλέμμα και η φωνή αναζητούν εκ νέου τη φυσική τους συχνότητα.