Μέσα μου στήνεται ένα αρχαίο θέατρο, όπου οι μορφές υψώνονται σιωπηλές, σαν λίθινα αγάλματα που ανασαίνουν μονάχα όταν το βλέμμα τις αγγίζει.
Εκεί κάθε σκέψη μου, κάθε απόφαση, κάθε ανάσα, κυλά επάνω σε αόρατα νήματα ρόλων, πλεγμένων μέσα στον μυστικό μου πυρήνα.
Η Μήδεια στέκεται πρώτη, πυρακτωμένη μέσα στο δικό της άλγος, κρατώντας στα χέρια της την πληγή που έγινε μαχαίρι. Η προδοσία του Ιάσονα δεν διέλυσε μονάχα την πίστη της, αλλά ράγισε την ίδια την ύπαρξη, ώστε το αίμα της να γίνει κραυγή εκείνων που σιώπησαν. Εκείνη μίλησε όταν όλοι οι άλλοι δεν τόλμησαν, σηκώνοντας πάνω της την οργή, την απόγνωση, το ανείπωτο του συστήματος.
Πιο πίσω υψώνεται η Αντιγόνη, όρθια σαν κίονας σε έρημο ιερό, αμετακίνητη μπροστά στην αυθαιρεσία της εξουσίας. Σήκωσε το βάρος της μνήμης, της τιμής και της αφοσίωσης, υπακούοντας σ’ εκείνον τον βαθύ νόμο που κατοικεί στην ψυχή. Γνώριζε πως το τίμημα ήταν η ίδια της η ζωή, μα δεν παραμέρισε.
Κι ύστερα, δένεται ο Προμηθέας στον βράχο, θύμα της ίδιας του της προσφοράς, καθώς τόλμησε να δώσει στους ανθρώπους την φωτιά, να υψώσει το σκοτεινό τους βλέμμα προς το φως. Εκεί αρχίζει η αιώνια τιμωρία του· ο αετός να σκίζει κάθε μέρα τη σάρκα του, ενώ η προσφορά του παραμένει ζωντανή.
Στην άκρη περνά αθόρυβα η Περσεφόνη, αιωρούμενη ανάμεσα σε δύο κόσμους, μισή στο φως, μισή στο σκοτάδι. Αποσύρεται σ’ εκείνη την εύθραυστη σιγή, διαφυλάσσοντας μέσα στην ακινησία της την ισορροπία ανάμεσα στη ζωή και στην απώλεια της φωνής της.
Κι ανάμεσά τους, σε στροβίλους ανεμελιάς, ο Διόνυσος χορεύει, φέρνοντας την έκσταση και το γέλιο, ενώ κάτω από την αστεία του όψη κρύβεται η αγωνία. Η χαρά του γίνεται η μάσκα που αποτρέπει το ξέσπασμα, προσφέροντας στην τάξη εκείνη την ελαφρότητα που συγκρατεί τα βάθη από το να εκραγούν.
Μέσα σε αυτήν την αργή πομπή των μορφών, νιώθω το βάρος τους να κυλά στις φλέβες μου. Αποτελούν αρχέγονα ρεύματα που πλάθουν την ουσία μου. Κι ίσως ποτέ να μην απαλλαγώ, διότι όλοι τους, με τον δικό τους τρόπο, ζουν μέσα μου.